kokorman knight

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 01, 2006

Η ΣΚΥΛΛΑ

Με αφορμή το ενδιαφέρον άρθρο της 11ης Ιουλίου του 2006, από τον JustAnotherGoneOff στον διαδικτυακό τόπο Laputa, http://teleologikos.wordpress.com/2006/07/11/c-unoaac-aai-assiae-oynao-assiae-oooeeu-oaeiuiaii-dhio-aeiaoaeeayaoae-eae-c-nasa/ με αντικείμενο τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη στη στήλη Παρά – Ιστορικά, παραθέτω τη δική μου εκδοχή για την ύπαρξη και είδος του συγκεκριμένου τέρατος, βασισμένη στις ιστορικές πηγές, τη σχετική παγκόσμια βιβλιογραφία καθώς και τα αρχαία κείμενα που φωτίζουν σκοτεινές πτυχές του θέματος, ανεξερεύνητες έως σήμερα.


Η Σκύλλα λοιπόν ήταν ένας μεγάάάάάάάάάάάάάάάάάάάλος θαλάσσιος θηλυκός δεινόσαυρος. Ήταν χαριτωμένη και ναζιάρα. Ζούσε μόνη και ευτυχισμένη σε ένα μικρό νησάκι κάπου στο Βόρειο Αιγαίο. Κατά την εποχή των Αργοναυτών και του Οδυσσέα τα περισσότερα όντα είχαν πάνω κάτω τη μορφή που έχουν και σήμερα, αλλά είχαν μείνει και διάφορα ζωάκια από την εποχή της πλειστοκαίνου, όχι πολλά όμως, για αυτό ένιωθαν μοναξιά.

Η Σκύλλα έφτανε αισίως στα 3.484.392 και κάτι ψηλά χρόνια της. Παρά το γεγονός ότι γεννήθηκε από την αρχή του χρόνου της ζωής στη γη ήταν ακόμη ένα μικρό κουτάβι. Άνηκε στο είδος των Βροντοσαύρων, δεν έμοιαζε όμως με τους άλλους βροντόσαυρους. Το είδος της Βροντόσαυρους Κανίνους Δαλμάτιους ήταν από τα πρώτα που εμφανίστηκαν ποτέ στον πλανήτη και έτσι η Σκύλλα γεννήθηκε με 12 πόδια και 6 κεφάλια. Είχε ύψος 33 μέτρα και αυτό την έκανε καμιά φορά να υποφέρει από ιλίγγους. Ζύγιζε μόλις 12 τόνους βάρος, άλλα η ίδια ένιωθε ότι είχε ψωμάκια στην περιφέρεια και έκανε δίαιτα για να τους ρίξει στους εντεκάμιση. Είχε επίσης πράσινο βαθύ χρώμα και μια μεγάλη όμορφη ουρά. Ήταν η μόνη στο είδος της.

Η αγαπημένες της ασχολίες ήταν το διάβασμα, οι βόλτες στην εξοχή, το κολύμπι, το καλό φαΐ, τα χάδια, τα παιχνίδια στο πλέιστεσιον, το φλοπ φλοπ το κυνήγι πεταλούδων, η συλλογή γραμματοσήμων και γενικά ότι θα άρεσε σε ένα σημερινό σκυλάκι Δαλματίας.

Το μεγαλύτερο πάθος της όμως ήταν η μουσική. Κάθε Κυριακή η Σκύλλα έπαιρνε το τρομπόνι της, τη φυσαρμόνικα και το τύμπανο και έπαιζε σονάτες του Μπετόβεν, φανκ τζάζ και Τιρολέζικες φούγκες. Το τρομπόνι ήταν ειδική παραγγελία του Ηφαίστου, ο οποίος έφτιαξε και την ασπίδα του Αχιλλέα. Η φυσαρμόνικα ήταν δωράκι του Πάνα, ενώ το Τύμπανο της το χάρισε ο ίδιος ο Ορφέας που εκείνη την εποχή ήταν και ο πρώτος ροκάς.

Η μουσική της ήταν τόσο υπέροχη που έφτανε μέχρι και πάνω στους ουρανούς όπου ήταν το σπίτι των Θεών. Μόλις την άκουγαν οι δώδεκα Θεοί έκαναν πάρτι. Η Σκύλλα συμμετείχε κάθε χρόνο στον Πανελλήνιο Μουσικό Διαγωνισμό που γινόταν στην Ολυμπία, όπου έπαιρνε πάντα το πρώτο βραβείο στην κατηγορία της, γιατί δεν είχε άλλον ανταγωνιστή. Είχε μαζέψει ήδη 720 βραβεία και ένιωθε πολύ περήφανη για αυτά.

Η Σκύλλα ήταν καλή, ευγενική και αξιαγάπητη. Όλοι τη λατρεύανε. Επειδή όμως ήταν κάπως μακριά λίγοι άνθρωποι ερχόταν να την επισκεφτούνε. Οι περισσότεροι άνθρωποι που την έβλεπαν από κοντά ήταν κυρίως οι διερχόμενοι ναυτικοί που τύχαινε να περνούν από το νησάκι της με τα καράβια τους. Τότε η Σκύλλα τους τρατάριζε σπιτικά φοντανάκια και λικέρ βύσσινο για το ταξίδι.

Στην αρχή του χρόνου, ο πρώτος – και μόνος!- άνθρωπος που την επισκεφτόταν και μάλιστα συχνά ήταν ο Μαθουσάλας. Ήταν μόλις 385 χρονών, νεότατος, στο άνθος της ηλικίας του τότε. Ήτανε καλός φίλος και της κρατούσε συντροφιά. Δυστυχώς όμως από τα 879 του χρόνια, άρχισε να νιώθει έντονους ρευματισμούς και έτσι τώρα τελευταία δεν ερχόταν και πολύ συχνά.

Πιο συχνά την έβλεπε ο μάντης Τειρεσίας μαζί με το φίλο του τον μάντη Κάλχα. Της έλεγαν τα νέα από όλον τον κόσμο και ανταποκρίσεις από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Επίσης προέβλεπαν και τον καιρό, αλλά πολλές φορές μαλώνανε μεταξύ τους για το ποιος θα κάνει την καλύτερη πρόβλεψη.

Πολλοί άλλοι αοιδοί και ποιητές έρχονταν στο νησί για να μοιραστούν μαζί της λίγες στιγμές γαλήνης και ηρεμίας. Ο Δημόδοκος και ο Φήμιος ξελαρυγγιάζονταν για το ποιος έχει την καλύτερη φωνή, ενώ ο Όμηρος της συνέθεσε το έπος «Δαλματιάδα» ειδικά για αυτήν.

Επειδή δεν είχε και πολλά να κάνει στο νησάκι της, η Σκύλλα αρκετές φορές έπαιρνε την απόφαση να πάει σε διάφορα μέρη για να επισκεφτεί εκείνη τους φίλους της. Έτσι έβαζε το καλό της πουά φόρεμα με τις ροζ βουλίτσες και τα 6 καπελίνια της – ένα για κάθε κεφάλι- και το μεγάλο της ροζ φιόγκο – προπέλα και ταξίδευε σε διάφορες κοντινές και μακρινές χώρες.

Στη Αθήνα πάντα η άφιξή της σήμαινε το γεγονός της χρονιάς και οι Αθηναίοι προς τιμήν της έριχναν τα τείχη για να περάσει, διότι όπως είπαμε, μπορεί για το είδος της να ήταν λεπτή, τσαχπίνα και μικροκαμωμένη, αλλά για τα ανθρώπινα δεδομένα ήταν κάπως «γιοματούλα».

Οι φιλόσοφοι και οι ρήτορες σκοτώνονταν ποιανού η σειρά θα μπει πρώτη για την απαγγελία λόγων προς τιμήν της Σκύλλας, αλλά εκείνη, σαν καλό κατοικίδιο, ήταν πολύ αγαθή για να καταλάβει τις περικοκλάδες των λογίων. Προτιμούσε τα μπισκότα και τα ζαχαρωτά που της έδιναν.

Στη πολεμόχαρη Σπάρτη, της έκαναν υποδοχή και άγημα και στη συνέχεια παρέλαση αρμάτων. Της Σκύλλας της άρεσαν αυτές οι εκδηλώσεις με παρελάσεις, χορούς και ακροβατικά. Με το πέρας των εκδηλώσεων, έκανε και εκείνη τα δικά της σαν ανταπόδοση της φιλοξενίας. Το αγαπημένο της νούμερο ήταν να στηρίζει 6 μπάλες αερόστατα με τα κεφάλια της, χωρίς να πέσουν κάτω στο έδαφος. Τα κατάφερνε πολύ καλά και κέρδιζε το ζεστό χειροκρότημα των θεατών, που την έραιναν με λουλούδια και πολύχρωμες σερπαντίνες.

Στο δρόμο της επιστροφής δεν ξεχνούσε να πάει στην ξαδέρφη της, την Λερναία Ύδρα που ζούσε στην περιοχή έξω από το Ναύπλιο. Η ξαδέρφη Λερναία Ύδρα ή Ύδρα σκέτο που είναι και το χαϊδευτικό είναι κατά 800.000 χρόνια μεγαλύτερη της Σκύλλας. Το γένος της είναι Τυραννόσαυρους Κανίνους Γκριφόνιους. Με τα εννιά της κεφάλια είναι η πιο σοφή από όλα τα τερατίδια, αν εξαιρέσουμε την γιαγιά τους Έχιδνα που είναι η σοφότερη και γηραιότερη όλων. Βέβαια, η Ύδρα μπορεί να ξέρει πολύ περισσότερα πράγματα από την Σκύλλα (εδώ που τα λέμε η Σκύλλα δεν πολυσκοτίζεται για εγκυκλοπαιδική μόρφωση, της αρέσει η ποίηση και τα μυθιστορήματα, ιδίως αυτά της επιστημονικής φαντασίας του Λουκιανού, με τους Σεληνάνθρωπους και τα πλωτά νησιά) , άλλα είναι και εξαιρετικά κουτσομπόλα. Δεν αφήνει λέξη να πάει χαμένη και γνωρίζει όλα τα μυστικά για τους πάντες και τα πάντα. Και τι δεν της λέει. Για το που και με ποια τσιλημπούρδησε ο Διας, χθες βράδυ και πως του έφερε τον κόπανο η Ήρα στο κεφάλι μόλις επέστρεψε μεθυσμένος στο σπίτι. Πως ο Διόνυσος νοθεύει το κρασί και το πουλάει για νέκταρ Α’ ποιότητος. Πως η Μήδεια τα έφτιαξε με τον Ιάσονα και πως τα χαλάσανε. Όσο για αυτόν τον Ηρακλή... τι αγριάνθρωπος... ce n’ est pas possible! Τι απαίσια μοντέλα φοράει… τελείως άκομψος. Μόνο να τρέχει ξέρει και να πραγματοποιεί άθλους, όπως το να καθαρίζει σταύλους και να τιθασεύει άγρια άλογα και ταύρους.

Μπροστά όμως στον γελαδάρη τον Ηρακλή με την επίσης βουβάλα γυναίκα του την Ζήνα, τη βασίλισσα των Αμαζόνων, η οποία δεν κοιτάζει να χάσει κανένα κιλό, αλλά φοράει και αυτά τα στενά αποκαλυπτικά δερμάτινα, σα δε ντρέπεται η ξετσίπωτη. Ενώ ο ανιψιός του ο Θησέψ, τι αρχοντιά, τι χάρη... τα καλύτερα μοντελάκια από την Οδό Ερμού στην Αθήνα αγόραζε και ήταν και καλλιεργημένος... ήξερε και τα εικοσιτέσσερα γράμματα της άλφα βήτα και μετρούσε μέχρι και το δέκα... αμέ!

Η καημένη η Σκύλλα, στεναχωριόταν που άκουγε αυτά τα πράματα για το φίλο της τον Ηρακλή και τη φιλενάδα της τη Ζήνα γιατί κάθε καλοκαίρι περνούσαν από το νησάκι της για διακοπές. Η αλήθεια να λέγεται ότι η Ζήνα ήταν λίγο στρουμπούλω γιατί είχε παρατήσει κομμάτι τις fitness- εκστρατείες προς εκπολιτισμό βαρβάρων και ο Ηρακλής ασχολούνταν πολύ με το bodybuilding και την δράση, από το να διαβάζει Coelho και να μελετάει με πάθος την διακύμανση της τιμής των μενίρ, όπως θα έκανε κάθε μοντέρνος άνθρωπος της εποχής του, αλλά και οι δύο ήταν χρυσές καρδιές και πολύ αγαπούσαν τη Σκύλλα, άλλα δεν διέκοπτε την Ύδρα γιατί φοβόταν μη στεναχωρήσει την πολυαγαπημένη ξαδερφούλα της. Τόσο αγαθή ψυχή είχε.

Ο ποιο κοντινός συγγενής της Σκύλλας ήταν βέβαια η χαριτωμένη αδελφούλα της η Χάρυβδη, η οποία όμως ήταν πολύ βαριά και δυσκίνητη για να διανύσει μεγάλες αποστάσεις, και έτσι έμενε στο δικό της νησί. Έπινε κάθε μέρα τόνους νερό, και ο γιατρός της είχε συστήσει πολλά θαλασσινά μπάνια, και έτσι που την έχανες, που την έβρισκες σε κάποια παραλία να λιάζεται. Παρά το γεγονός ότι ήταν αδέρφια η Σκύλλα και η Χάρυβδη δεν έμοιαζαν καθόλου ούτε στην εμφάνιση ούτε στο είδος. Η Χάρυβδη ήταν τεράστια σε όγκο και σκληρή σαν βράχος. Άλλα μέσα από την φαινομενικά άγρια όψη της κρυβόταν μια καλοσυνάτη ύπαρξη, όπως ήταν άλλωστε και η αδερφή της.

Η Σκύλλα όταν έβγαζε τα ρούχα για μπουγάδα, καμιά φορά ξεχνιότανε και τραγουδούσε όλο τσακίρ κέφι. Δυστυχώς όμως, στα φωνητικά δεν τα πήγαινε τόσο καλά. Ουσιαστικά ήταν τόσο παράφωνη και οι τσιρίδες της τόσο οξείες ώστε προκαλούσε άθελά της παλιρροιακά κύματα που ανέτρεπαν τα διερχόμενα καράβια και τότε ένας Θεός ξέρει τι τραβούσε η καημένη η Σκύλλα για να βάλει τους ναύτες που έπεφταν από την κουπαστή στη θάλασσα πίσω στη θέση τους.

Μια μέρα ο Οδυσσέας είχε στοιχηματίσει με τους συντρόφους του ότι θα καταφέρει να αντέξει όλο το τραγούδι της Σκύλλας και για να μην πέσει στη θάλασσα από τα κύματα δέθηκε στο κατάρτι του πλοίου του. Περίμενε λοιπόν πότε η Σκύλλα θα βάλει να στεγνώσουν τα πουά της φορέματα και θα αρχίσει τις άριες και τις καλτσονέτες και κρυφά κρυφά έφτασε όσο ποιο κοντά μπορούσε με το πλοίο του για να την ακούσει, αλλά δυστυχώς για εκείνον, τα ρεύματα που προκλήθηκαν από το παλιρροιακό κύμα τον έστειλαν στο Νησί της Κίρκης, συναδέλφου της Ματζίκα Ντε Σπέλ, που τον μετάτρεψε σε σαρανταποδαρούσα ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων και περίμενε ο έρμος 20 χρόνια μέχρι να λυθούν τα μάγια και να γυρίσει πίσω στην Ιθάκη.

Γύρω γύρω από το νησάκι της, η Σκύλλα έβλεπε το μαγευτικό ηλιοβασίλεμα ανάμεσα από τις Συμπληγάδες Πέτρες. Η Σκύλλα ήταν πολύ ευτυχισμένη γιατί είχε τόσα όμορφα αξιοθέατα εκεί κοντά της. Ακριβώς στο διπλανό νησάκι ζούσαν οι πολύ όμορφες και κατάξανθες γειτόνισσές της, οι σειρήνες, οι οποίες αν και ωραίες στην εμφάνιση ήταν πολύ σνομπ και δεν έδιναν αυτόγραφα στους ανθρώπους που πήγαιναν να τις θαυμάσουν. Την Σκύλλα όμως την καλοδέχονταν και ήταν το επίσημο κατοικίδιό τους. Την άφηναν μάλιστα να συνοδεύει τα τραγούδια τους με το τρομπόνι της.

Της Σκύλλας της άρεσαν ιδιαίτερα οι παράξενες ιστορίες που οι γέροι ναυτικοί της έλεγαν με κατανυκτική ευλάβεια. Ιδίως, όταν της μιλούσαν για μέρη μακρινά και εξωτικά όπου εκεί υπήρχαν τεράστιες φάλαινες και χταπόδια. Τότε η Σκύλλα έβαζε τη φαντασία της να δουλέψει και προσπαθούσε να φανταστεί πως θα ήταν αν η ίδια ήταν ένα τεράστιο χταπόδι. Κατά βάθος της άρεσε που ήταν βροντόσαυρος, γιατί από ότι φαίνεται τα χταπόδια δεν ξέρουν να παίζουν τρομπόνι. Άλλα πάλι δεν είχε τύχει να συναντήσει κανένα για να το ρωτήσει.

(..... Συνεχίζεται.....)

Το παρόν αφιερώνεται εξαιρετικά στην Ροδιά που μου έδωσε το έναυσμα να το γράψω.

+ΚΟΚΟΡΜΑΝ+












:: posted by kokorman, 12:33 π.μ. | link | 4 comments |